καταδίαιτα

καταδίαιτα
καταδίαιτα, ἡ (Α)
καταδικαστική απόφαση σε διαιτησία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + δίαιτα «διαιτησία»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καταδιαιτᾶν — καταδιαιτάω decide as arbitrator against pres part act masc voc sg (doric aeolic) καταδιαιτάω decide as arbitrator against pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) καταδιαιτάω decide as arbitrator against pres part act masc nom sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδιαιτώ — καταδιαιτῶ, άω (Α) [καταδίαιτα] 1. εκφέρω κρίση ως διαιτητής, αποφασίζω εναντίον κάποιου, καταδικάζω 2. μέσ. καταδιαιτῶμαι, άομαι γίνομαι αιτία να ληφθεί διαιτητική απόφαση εναντίον κάποιου 3. φρ. «ἐρήμην καταδιαιτᾱν» καταδικάζω ερήμην …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”